- ἔμπηλος
- ἔμπηλοςmuddymasc/fem nom sg
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
έμπηλος — ἔμπηλος, ον (Α) πηλώδης, λασπώδης … Dictionary of Greek
ἔμπηλον — ἔμπηλος muddy masc/fem acc sg ἔμπηλος muddy neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἔμπηλα — ἔμπηλος muddy neut nom/voc/acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)